ξαναθωρώ

ξαναθωρώ
-έω
1. βλέπω κάτι εκ νέου
2. ξανακοιτάζω κάτι, παρατηρώ κάτι με προσοχή για δεύτερη φορά
3. εξετάζω κάτι ξανά, ξαναεξετάζω, ξανασκέπτομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”